-
1 προ-κατα-πίπτω
προ-κατα-πίπτω (s. πίπτω), vorher herab- od. niederfallen, M. Ant. 4, 15; – ταῖς ψυχαῖς, vorher den Muth sinken lassen, D. Sic. 20, 9; – λόγοι προκατέπιπτον εἰς τὴν Ῥώμην, vorher kamen Gerüchte nach Rom, Plut. Pomp. 43.
-
2 προκαταπίπτω
προ-κατα-πίπτω, vorher herab- od. niederfallen; ταῖς ψυχαῖς, vorher den Mut sinken lassen; λόγοι προκατέπιπτον εἰς τὴν Ῥώμην, vorher kamen Gerüchte nach Rom
См. также в других словарях:
προκαταπίπτω — Α 1. καταπίπτω εκ τών προτέρων 2. πέφτω κάτω πριν να συμβεί κάτι άλλο («προκαταπίπτειν τοῡ τέλους», Πλούτ.) 3. (για λόγια και φήμες) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι εκ τών προτέρων («λόγοι προκατέπιπτον εἰς τὴν Ρώμην», Πλούτ.) 4. μτφ. φρ. «προκαταπίπτω… … Dictionary of Greek